.Η
ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ
ΟΙ
ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΘΕΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
ΤΟ ΡΩΜΑΪΚΟ ΠΑΝΘΕΟ
Η
ΘΕΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΩΜΑΙΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ
ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΑΓΩΝΕΣ
ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΕΣ
ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΕΣ
ΟΙ ΡΩΜΑΪΚΕΣ ΑΡΕΤΕΣ
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ
Οι υπήκοοι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας απολάμβαναν στα θέματα της θρησκείας τους μια ιδιαίτερη ελευθερία. Οι Ρωμαίοι αν και ήταν αυστηρά τυπικοί στο τελετουργικό της λατρείας τους, εισήγαγαν στο πάνθεό τους, θεούς των ντόπιων ιταλικών φύλων και των Ελλήνων, αποδέχτηκαν κέλτικες και γαλατικές θεότητες και δε δίστασαν να υιοθετήσουν τις "εξωτικές" μυστηριακές λατρείες των ανατολικών επαρχιών.
Ανάγλυφη
παράσταση της κέλτικης θεάς Επόνας. Εικονίζεται
ένθρονη ανάμεσα σε τέσσερα άλογα, ως προστάτιδα
του ζωϊκού βασιλείου.
Θεσσαλονίκη, Αρχαιολογικό Μουσείο 3056. ΥΠΠΟ/ΤΑΠ.
Βοκοτοπούλου, Ι., Οδηγός Αρχαιολογικού Μουσείου
Θεσσαλονίκης, Εκδόσεις ΚΑΠΟΝ, Αθήνα 1996, σ. 71. ©
ΥΠΠΟ
Η θρησκευτική νοοτροπία των λαϊκών
στρωμάτων, που έμεναν
προσηλωμένα στις εθνικές τους λατρείες και
παραδόσεις ακόμη και όταν κινδύνευαν να χάσουν
τη γλώσσα ή την εθνική τους ταυτότητα, συντέλεσε,
περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο στη διαιώνιση
των τοπικών ιδιοτυπιών του ελληνορωμαϊκού
κόσμου.
Η θρησκευτική συνείδηση των Ρωμαίων,
όπως και των Ελλήνων, δε βασιζόταν στην κατήχηση
ούτε διαμορφωνόταν με τη συστηματική διδασκαλία
δογμάτων. Ο Ρωμαίος μάθαινε για θυσίες και
προσευχές, μαντείες και μαγεία, γάμους και
κηδείες, εμπειρικά και σταδιακά, καθώς
συμμετείχε υποχρεωτικά στις τελετουργίες που
εκτελούσε ο αρχηγός της οικογένειας (paterfamilias).
Σχετικά νωρίς, το ίδιο ρωμαϊκό κράτος αναγνώρισε
επίσημα τελετουργίες, λατρείες και γιορτές με
σαφείς ελληνικές επιδράσεις, οι οποίες βοηθούσαν
στο να κατευνάσουν τα πάθη, ανάξια του ρωμαίου
πολίτη..
Οι εθνικές θεότητες των Ελλήνων
εξακολούθησαν κατά τη ρωμαϊκή περίοδο να
λατρεύονται με αδιάλειπτο ζήλο. Ο Κρονίδης
Ολύμπιος Ζευς διατήρησε την πρωτεύουσα θέση.
Συνδεδεμένος με τη θεά Ρώμη ως Ελευθέριος,
γίνεται ο προστάτης του νέου καθεστώτος. Η
λατρεία του Διός Υψίστου, που διαδόθηκε ευρύτατα,
χωρίς να έχει την παραμικρή σχέση με τον
Ιουδαϊσμό, καταγόταν, καθώς φαίνεται, από τη
Μακεδονία. Ο Απόλλων διατήρησε επίσης τον
ελληνικό του χαρακτήρα.
Σε ένα ιερό της Πελαγονίας, ο Απόλλων
λατρεύεται ως Οτευδανός, Ετευδανίσκος, επίκληση
ιλλυρική, που υποδηλώνει μία τοπική θεότητα
ταυτισμένη με τον Έλληνα θεό.
Η περισσότερο διαδεδομένη λατρεία στη
ρωμαϊκή Μακεδονία ήταν της Αρτέμιδος. Πρέπει
όμως να διακριθεί η ελληνική Άρτεμις, που
λατρευόταν ως Κυναγωγός, Εφεσία, Λοχία στην
καθαυτό Μακεδονία και στο έδαφος της αρχαίας
Παιονίας, από την Άρτεμη-Βενδίδα της ανατολικής
Μακεδονίας. Με το όνομα Άρτεμις, εικονίζεται ως
κυνηγός, με τόξο ή δόρυ στο ένα χέρι και με το
μυστικό κλάδο, που ανοίγει το δρόμο του κάτω
κόσμου στο άλλο. Η λατρεία της Αρτέμιδος-Βενδίδος
κυριαρχούσε απόλυτα στην περιοχή του μέσου ρου
του Στρυμόνος.
Ο Ηρακλής, εθνικός ήρωας των Μακεδόνων,
διατήρησε τη δημοτικότητά του. Το ίδιο
παρατηρείται και για τους θεούς ιατρούς
Ασκληπιό, Τελεσφόρο και για τους σωτήρες
θεούς, τους Διόσκουρους.
Η λατρεία του Διονύσου, λατρεία ριζωμένη
στη χώρα, είχε πιστούς σε όλα τα κοινωνικά
στρώματα. Θεότητα της αγροτικής ζωής και της
ανθρώπινης γονιμότητας, θεός της μέθης με
λατρεία οργιαστική, που περιλάμβανε δοξασίες για
μεταθανάτια ζωή, ο Διόνυσος-Βάκχος, ταυτισμένος
με το Ρωμαίο Liber, προσείλκυσε πλήθη πιστών, που
οργανώνονταν σε αδελφότητες (θιάσους
διονυσιακούς ή βακχεία), για να γιορτάσουν τα
μυστήρια και τις νεκρικές τελετές,. μεταξύ των
πολυάριθμων μνημείων, που μαρτυρούν το ρόλο
αυτής της λατρείας στην κοινοτική και την
ιδιωτική ζωή..
Ένα από τα περισσότερο χαρακτηριστικά
γνωρίσματα της επίσημης ρωμαϊκής θρησκείας ήταν
η διάρθρωσή της γύρω από ένα τριαδικό σύστημα
θεοτήτων. Οι θεοί αυτοί ονομάζονταν θεοί πατρώοι
(dii patres) και ήταν κατά την περίοδο της Βασιλείας
(753-509 π.Χ.) ο Jupiter, ο Mars και ο Quirinus. Από τον 6ο αιώνα π.
Χ., σύμφωνα με αρκετούς μελετητές, η θρησκεία των
Ρωμαίων δέχτηκε πολλές επιδράσεις από τους
Ετρούσκους, στους οποίους αποδίδεται και η
εγκαθίδρυση στο Καπιτώλιο μιας νέας τριάδας θεών
σε αντικατάσταση της προηγούμενης· πρόκειται
για τους θεούς Jupiter, Juno και Minerva. Μια άλλη
σημαντική τριάδα, που καθιερώθηκε ιδιαίτερα από
τον 5ο αιώνα π.Χ., αποτελεί η Ceres, η Libera και ο Liber,
θεότητες της γονιμότητας ανάλογες με τις
ελληνικές Δήμητρα, Περσεφόνη και Διόνυσο
αντίστοιχα.
Οι επαφές των Ρωμαίων με τους Έλληνες της Μεγάλης
Ελλάδας και της Σικελίας, ιδιαίτερα από τον 4ο
αιώνα π.Χ., είχαν καθοριστική σημασία στην
εξέλιξη της ρωμαϊκής θρησκείας, αφού τότε
εισήχθησαν στο ρωμαϊκό πάνθεο ο Απόλλωνας, ο
Ασκληπιός, ο Ηρακλής, και οι Διόσκουροι Κάστωρ
και Πολυδεύκης. Τα λατινικά ονόματα των θεοτήτων
αυτών, Apollo, Aesculapius, Herculus, Castor και Pollux αντίστοιχα,
μαρτυρούν την ελληνική τους προέλευση.
Με το φαινόμενο αυτό, το οποίο ονομάζεται
συγκρητισμός, οι ρωμαϊκές θεότητες βρήκαν τις
αντίστοιχές τους στο ελληνικό πάνθεο και
αντίστροφα, γεγονός που βοήθησε ιδιαίτερα στην
κατανόηση και στην επικοινωνία των λαών σε
θρησκευτικό επίπεδο. Η ρωμαϊκή Vesta - μολονότι η
θέση της ήταν πολύ πιο σημαντική στη ρωμαϊκή
θρησκεία - βρήκε την αντίστοιχή της στην ελληνική
Εστία, η Diana στην Άρτεμη, ο Neptunus στον Ποσειδώνα, ο
Volcanus στον Ήφαιστο και ο Mercurius στον Ερμή.
Στη Ρώμη, μετά το θάνατό τους, οι αυτοκράτορες θεοποιούνταν, εισάγονταν δηλαδή στο ρωμαϊκό πάνθεο. Μετά την τελετή της αποθέωσης (consecratio), τους απέδιδαν λατρευτικές τιμές.
Ενεπίγραφη
στήλη από τις Σέρρες. Aναφέρεται ότι η πόλη
"Σίρις" τιμάει τον Tιβέριο Kλαύδιο Φλάβιο,
αγωνοθέτη των εορτών που τελούνταν προς τιμήν
του ρωμαίου αυτοκράτορα. 2ος αιώνας μ.X.
Σέρρες, Αρχαιολογικό Μουσείο. ΥΠΠΟ/ΤΑΠ.
Τουράτσογλου, Ι., Μακεδονία:
Ιστορία-Μνημεία-Μουσεία, Εκδοτική Αθηνών,
Στις ανατολικές επαρχίες της ρωμαϊκής επικράτειας η απόδοση θεϊκών τιμών στους ηγεμόνες αποτελούσε λατρευτική πρακτική, καθιερωμένη από την Ελληνιστική περίοδο. Σύμφωνα με τις περισσότερες ιστορικές πηγές ο Μέγας Αλέξανδρος υπήρξε ο πρώτος έλληνας ηγεμόνας που λατρεύτηκε ως θεός, ως Άμμων Pα στην Αίγυπτο και ως Διόνυσος στην Ασία. Συνηθισμένοι στην απόδοση θεϊκών τιμών σε ζώντες βασιλείς, οι Έλληνες της ανατολικής αυτοκρατορίας, απέδωσαν λατρευτικές τιμές και στους ρωμαίους αυτοκράτορες, κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στην εξουσία. Θέσπισαν αγώνες προς τιμήν τους, τα λεγόμενα Καισάρεια και Σεβάστεια, τους αφιέρωσαν λατρευτικά αγάλματα, στα οποία τους αναπαριστούσαν με τη στάση και τα σύμβολα θεών, στα νομίσματα τους απεικόνιζαν θεοποιημένους να φορούν ακτινωτό διάδημα, τους επικαλούνταν με θεϊκές επικλήσεις με ύμνους και εγκώμια, έχτιζαν προς τιμήν τους ναούς και τελούσαν θυσίες σε βωμούς, ενώ οργάνωσαν κι ένα πολυπληθές ιερατείο στις πόλεις, στα κοινά και στις επαρχίες
Άγαλμα του αυτοκράτορα Κλαυδίου, από το
Μητρώο της Ολυμπίας. Απεικονίζεται μεγαλόπρεπος
στη στάση του Δία, ενώ στα πόδια του στέκεται ένας
αετός. Στα χέρια του πρέπει να κρατούσε τα
σύμβολα της εξουσίας: το σκήπτρο, τη σφαίρα και τη
Νίκη.
Μουσείο Ολυμπίας Λ.125. ΥΠΠΟ/ΤΑΠ. Γιαλούρη, Α., και
Γιαλούρης, Ν.,Ολυμπία: Το Μουσείο και το
Ιερό,Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1995, σ. 164. © ΥΠΠΟ
Οκταβιανός
Αύγουστος
Ο Οκταβιανός Αύγουστος μετά τη νίκη
του επί του Αντωνίου στο Άκτιο το 31 π. Χ. επέβαλε
την επίσημη τιτλοφορία του
αυτοκράτορα.Χαρακτηρίστηκε ως ηγεμών (princeps), μία
ονομασία που προερχόταν από την Ελεύθερη
πολιτεία, και σήμαινε απλά: ο "πρώτος". Από
την παράδοση της ίδιας περιόδου προέρχεται και
οτίτλος της δημαρχικής εξουσίας (tribunicia potestas)
Ο Αύγουστος χρησιμοποίησε ως πρώτο του όνομα
(praenomen) τον τίτλο του αυτοκράτορα (imperator), ο οποίος
μέχρι τότε απονεμόταν στους ρωμαίους
στρατιωτικούς ηγέτες μετά από μία νικηφόρα τους
εκστρατεία, ενώ όρισε κάθε διάδοχός του να φέρει
τον τίτλο "καίσαρ" (caesar).
Η προσωνυμία "Αύγουστος" (Augustus)
-που δόθηκε στον Οκταβιανό το 27 π.Χ.- είχε
θρησκευτικές προεκτάσεις, αφού θύμιζε έναν
ιδιαίτερο οιωνό που είχε λάβει ο Ρωμύλος πριν από
την ίδρυση της Ρώμης και αφορούσε την εμφάνιση 12
γυπών (augustum augurium). Το 2ο αι. π.Χ.,
οικειοποιούμενος τον τίτλο "πατήρ πατρίδος"
(pater patriae), ο οποίος είχε αρχικά αποδοθεί στο
Ρωμύλο, παρουσιάζεται ως ο δεύτερος ιδρυτής της
Ρώμης.
Ο τίτλος "ανώτατος αρχιερέας"
(pontifex maximus), τον οποίο έλαβε το 13 π.Χ., σήμαινε όχι
μόνο ότι ήταν επικεφαλής του ιερατικού σωματείου
των pontifices αλλά και ανώτερο μέλος άλλων ενώσεων
(sodalitates), όπως των augures, quindecemviri sacris faciundis, septemviri
epulonum, fetiales, sodales Titii, fratres Arvales. Σύμφωνα με
ορισμένους μελετητές, αυτές οι θρησκευτικές
δικαιοδοσίες θα επιτρέψουν στο Μεγάλο
Κωνσταντίνο, στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ., να
κατοχυρώσει νομικά τις αποφάσεις του για την
αποδοχή του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας
του κράτους.
Η επίσημη αποθέωση των αυτοκρατόρων,
μετά το θάνατό τους, από τη Σύγκλητο και η
ανάδειξή τους σε divi είχε πρωταρχική σημασία για
τη θεσμική κατοχύρωση της εξουσίας από τους
κληρονομικούς διαδόχους τους, αφού ο νέος
αυτοκράτορας στην επίσημη τιτλοφορία του
παρουσιαζόταν ως θεού υιός (divi filius)..
Κατά τη διάρκεια της
Ρωμαιοκρατίας, οι Έλληνες συνέχιζαν να τελούν
τις γιορτές τους σε πλήρη ελευθερία και σύμφωνα
με τις λατρευτικές τους παραδόσεις ακολουθώντας
το δικό τους ημερολόγιο.
Στους πανελλήνιους αγώνες -τα Ολύμπια,
τα Πύθια, τα Ίσθμια και τα Νέμεα- καθώς και σε
άλλους τοπικούς, όπως τα Παναθήναια στην Αθήνα,
τα Ηραία στο Άργος, τα Μουσεία στη Θήβα, τα
Ερωτίδεια στις Θεσπιές, προστέθηκαν γυμνικοί,
ιππικοί και μουσικοί αγώνες. Αρχικά
καθιερώνονται από το 2ο αιώνα π.Χ. προς τιμήν της
προσωποποίησης της πόλης Ρώμης τα λεγόμενα
Ρωμαία, ενώ με την εγκαθίδρυση της μοναρχίας από
τον Αύγουστο έχουμε προς τιμήν των αυτοκρατόρων
τα λεγόμενα Καισάρεια και Σεβάστεια. Είναι
βέβαιο ότι κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους οι
ολυμπιακοί αγώνες αναδείχτηκαν εορτή
οικουμενική.
Στην Ολυμπία άλλωστε έρχονταν να δοξαστούν οι
σοφοί και οι καλλιτέχνες, οι ρήτορες και οι
συγγραφείς, απαγγέλλοντας, αγορεύοντας, ή
επιδεικνύοντας τα έργα τους στους Έλληνες που
συνέτρεχαν από παντού. Και δεν ήταν μόνο οι
Ολυμπιακοί αγώνες που προσείλκυαν αθλητές και
θεατές, κάποτε και από χώρες πολύ μακρινές. Η
Κόρινθος, στην οποία, πιθανώς το 2 αι. π. Χ.
ανατέθηκε και πάλι η τέλεση των Ίσθμιων, καθώς
επίσης και το Άργος και η Σπάρτη, για να
αναφερθούν μόνο οι σπουδαιότερες πόλεις,
οργάνωναν και αυτές αγώνες που προσείλκυαν
αθλητές από την Ιταλία και την Μ. Ασία.
Την εποχή αυτή ο αθλητισμός συνδέθηκε με το θέαμα
και εξελίχτηκε προς τον "πρωταθλητισμό", ενώ
συγχρόνως αναπτύχθηκε και ο γυναικείος
αθλητισμός. Τιμητικές επιγραφές που στήνονταν
στις διάφορες πόλεις, για να μνημονεύσουν τις
νίκες τους, μαρτυρούν ότι οι αθλητές ήταν
εξαιρετικά δημοφιλείς, ταξίδευαν σε ολόκληρη τη
ρωμαϊκή επικράτεια και συμμετείχαν σε
πολυάριθμους αγώνες. Η βαθμιαία εξέλιξη του
ιδεώδους του παραδοσιακού αθλητισμού σε μία
μορφή "επαγγελματοποίησης" σε μεγάλο βαθμό
συνετέλεσε στην παρακμή του, ιδιαίτερα κατά τον
3ο και 4ο αιώνα μ.Χ..
Ρωμαϊκή στήλη με τιμητική επιγραφή και παράσταση ναυμαχίας εφήβων, από το Γυμνάσιο του Διογένη στην Αθήνα. Στην επιγραφή αναφέρονται οι γιορτές που περιελάμβαναν τους αθλητικούς αγώνες για εφήβους: τα Aντινόεια, τα Γερμανίκεια και τα Aδριάνεια. 163-164 μ.Χ. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο 1466.
Το μυστηριακό στοιχείο στη ρωμαϊκή
θρησκεία ήταν σχεδόν ανύπαρκτο, χάρη στις
πολιτισμικές και πολιτικές επαφές τους με τον
ελληνιστικό κόσμο, οι Ρωμαίοι γνώρισαν κι
ενθουσιάστηκαν από τις μυστηριακές και
ανατολικές θρησκείες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον
έδειξαν για τις λατρείες της Μεγάλης Μητέρας
θεάς, η οποία αποτελούσε προσωποποίηση της
γονιμότητας της γης.
Η αιγυπτιακή Ίσιδα, η φρυγική Κυβέλη, η φοινικική
Αστάρτη-Aτάργατις, η ελληνική Δήμητρα, είχαν ήδη
εισβάλει στο ρωμαϊκό πάνθεο από τους τελευταίους
προχριστιανικούς αιώνες.
Οι Αλεξανδρινοί θεοί έγιναν δεκτοί ως
θεοί θεραπευτές και σωτήρες. Τα μυστήριά τους,
μαζί με τις καθαρτήριες τελετουργίες και τη
μύηση, οι εγκοιμήσεις και τα μυστικά γεύματα, οι
καθημερινές τελετές και οι ειδικές ιερουργίες,
καλλιεργούσαν στους μυημένους την ελπίδα μιας
μακάριας αθανασίας. Η Ίσις, ή φιλεύσπλαχνη θεά,
Οι
Ρωμαίοι περισσότερο από τους Έλληνες θεοποίησαν
και λάτρεψαν αφηρημένες έννοιες, όπως τις Concordia,
Fortuna, Ops, Pax, Pietas, Providentia, Salus, Spes,
Victoria, που είναι αντίστοιχες με τις ελληνικές
Ομόνοια, Τύχη, Αφθονία, Ειρήνη, Ευσέβεια, Πρόνοια,
Σωτηρία, Ελπίδα, Νίκη.
Η λατρεία των ιδεών αυτών, ιδιαίτερα στην
Αυτοκρατορική περίοδο, εξυπηρέτησε ουσιαστικά
την πολιτική προπαγάνδα. Κοινό χαρακτηριστικό
αναρίθμητων νομισμάτων, που κυκλοφόρησαν σε
ολόκληρη τη ρωμαϊκή επικράτεια, είναι να φέρουν
συχνά στον εμπροσθότυπο την προτομή του
αυτοκράτορα, ενώ στον οπισθότυπο να
αναπαριστάνεται ως γυναικεία θεότητα μια από
αυτές τις αφηρημένες έννοιες, η οποία
αναγνωρίζεται από τα σύμβολα που συνήθως φέρει: η
Fortuna από τον τροχό ή το πηδάλιο, η Ops και η
Pax από το κέρας της Aμαλθείας και η Victoria
απεικονίζεται φτερωτή να στεφανώνει τον
αυτοκράτορα.
Η λατρεία τους βρήκε μεγάλη απήχηση στη ρωμαϊκή
αυτοκρατορία. Σε πολλές πόλεις μάλιστα έχτιζαν
ναούς, αφιέρωναν αγάλματα και τελούσαν θυσίες σε
βωμούς προς τιμήν τους. Πρόκειται για
λατρευτικές πράξεις που στο σύνολό τους
μαρτυρούν την κοινή επιθυμία των υπηκόων για
ευμάρεια και ευτυχία και την ελπίδα ότι μια
ισχυρή Ρώμη θα μπορούσε να την εκπληρώσει.
Τμήμα μαρμάρινου
τόξου με ανάγλυφο κυκλικό μετάλλιο, από το
ανακτορικό συγκρότημα του Γαλερίου στη
Θεσσαλονίκη. Απεικονίζεται προσωποποιημένη η
"Τύχη" της Θεσσαλονίκης με το διάδημα των
τειχών στο κεφάλι, τύπος που συναντάται και στα
νομίσματα της πόλης. 4ος αιώνας μ.Χ.
Θεσσαλονίκη, Αρχαιολογικό Μουσείο 2466. ΥΠΠΟ/ΤΑΠ.
Βοκοτοπούλου, Ι., Οδηγός Αρχαιολογικού Μουσείου
Θεσσαλονίκης, Εκδόσεις ΚΑΠΟΝ, Αθήνα 1996, σ. 76.
© ΥΠΠΟ
Οι αρχές του Χριστιανισμού στη
Μακεδονία, που αποτελούν συγχρόνως και τις
απαρχές της νέας θρησκείας στην Ευρώπη,
ανάγονται στον Απόστολο Παύλο, έναν από τούς
θεμελιωτές του και το μεγαλύτερό του απόστολο
μεταξύ των εθνικών (μη χριστιανών).
Στους Φιλίππους, στη συναγωγή των Ιουδαίων,
ένα Σάββατο του τέλους του έτους 49 μ.Χ., κήρυξε ο
Παύλος για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκό έδαφος το
Ευαγγέλιο, την πίστη στη σωτηρία με τη χάρη του
Θεού και την αγάπη αλλήλων. Ιουδαίοι και εθνικοί
προσήλθαν στο Χριστιανισμό και ίδρυσαν την πρώτη
χριστιανική κοινότητα σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Ο Παύλος δίδαξε επίσης στη Θεσσαλονίκη (τρία
διαδοχικά Σάββατα) και στη Βέροια,
προσηλυτίζοντας και εκεί πολλούς, Ιουδαίους και
Έλληνες. Το πλήθος όμως των Ιουδαίων αντέταξε
παντού αμείλικτη εχθρότητα και προκάλεσε
ταραχές που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει πρώτα
τους Φιλίππους και έπειτα τη Θεσσαλονίκη και τη
Βέροια. Κατόπιν πήγε στην Αθήνα και στην
Κόρινθο, όπου και εγκαταστάθηκε.
Μετά την ένδοξη αυτή αφετηρία τα προβλήματα και
τις διώξεις που γνώρισε ο Παύλος και οι μαθητές
του έπρεπε να φτάσει ο 4ος αιώνας ώστε ο
Χριστιανισμός θα είναι πια η επίσημη
ιδεολογία της αυτοκρατορίας.
Ο Απόστολος Παύλος |